Κατηγορία: Θ

Θ’κόνετ’ς:

Δικό τους.

Αυτόνο του σπίτ’ απ’ λές είνι θ’κόνετ’ς, κληρουνουμιά τ’ πατέρατ’ς.

Θμυτ’κό:

Η καλή μνήμη κάποιου.

Δεν ιέχου καλό θμυτ’κό ιγώ, ου πατιτέρα’ς απ’ όχ’ σύρι ρώτατουν.

Θερμαίνομι:

Έχω πυρετό.

Τρέχα να ζιστάν’ς κανιά κουμπρέσα, του πιδί θερμαίνιτι δε του γλέπ’ς απ’ τρεμουζαγαρίζ’;

Θυμιάμα:

Θυμίαμα.

Μουσχουβόλαε ου τόπους θυμιάμα.

Θρουνιάζουμαι:

Κάθομαι κάπου απρόσσκλητος με άνεση και αναισθησία.

Τι μού ρθες κι μ’ θρουνιάσκις ιδώ; σι κάλισι κανένας;

Θαλαπώνω:

Εξαφανίζω.

Σα πού Θαλαπώθ’κε κι δε του βρίσκου;

Θ’κόνες:

Δικό σου.

Θ’κόνεμ’ είνι αυτό, ουόχ’ θ’κόνες’.

Θεοσκοτωμένος:

Ταλαιπωρημένος, κι απ’ τον θεό ακόμα.

Σα πού πάς ρε θεουσκουτουμένε; ιέχ’ς ακόμα τα κουράϊα;

error: Content is protected !!